εὐθυωρία

εὐθυωρία
εὐθῠ-ωρία, ,
A straight course or direction, Pl.R.436e, Ti.45c, Arist.de An.406b31; κατ' εὐθυωρίαν longitudinally, Id.PA 654a17; also ἀντικροῦσαι κατ' εὐ. to oppose directly, Id.Rh.1379a11; κατ' εὐ. νοῆσθαι, opp. κατ' ἀναλογίαν, Ti.Locr.94b; ἄπειρα εἰς εὐ. in an infinite series, Arist.Metaph.994a2;

εὐθυωρίᾳ ἐπὶ θάλασσαν SIG685.65

(Itanos, ii B.C.), cf. ib.421.48 (Thermon, iii B.C.); ἀν εὐθυωρείαν (sic) Tab.Heracl.1.65; also Arc.

εὐθυορϝίαν BCH39.55

(Orchom. Arc., iv B.C.); cf. ἰθυωρίη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐθυωρία — εὐθυωρίᾱ , εὐθυωρία straight course fem nom/voc/acc dual εὐθυωρίᾱ , εὐθυωρία straight course fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυωρίᾳ — εὐθυωρίᾱͅ , εὐθυωρία straight course fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυωρία — η (Α εὐθυωρία) η ευθεία κίνηση ή κατεύθυνση αρχ. 1. φρ. α) «κατ εὐθυωρίαν» κατά μήκος β) «ἀντικρούω κατ εὐθυωρίαν» αντιστέκομαι ευθέως γ) «ἄπειρα εἰς εὐθυωρίαν» σε άπειρη σειρά 2. δοτ. εὐθυωρίᾳ κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ορία (< όρος) …   Dictionary of Greek

  • εὐθυωρίας — εὐθυωρίᾱς , εὐθυωρία straight course fem acc pl εὐθυωρίᾱς , εὐθυωρία straight course fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυωρίαι — εὐθυωρίᾱͅ , εὐθυωρία straight course fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυωρίαν — εὐθυωρίᾱν , εὐθυωρία straight course fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυωρίην — εὐθυωρία straight course fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθυωρίη — ἰθυωρίη, ἡ (Α) ιων. τ. ευθυωρία, φυσική ή φυσιολογική διεύθυνση ή θέση μέλους τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθυωρία] …   Dictionary of Greek

  • οιρών — οἰρών και, κατά τον Ησύχ., οἱρών, ὁ (Α) 1. αυλακιά τού αρότρου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ τῆς καταμετρήσεως τῆς γῆς εὐθυωρία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. (sītā «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο», sīra… …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՂՂԱՏԵՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0547 Chronological Sequence: Unknown date գ. εὑθυωρία directio եւն. Ուղիղ տեսութիւն կամ հայեցուած. *Բաղկանայ ըստ աչացն ուղղատեսութեան. Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”